The role of Administrative Court in Cyprus
Written by Zoe Andreou
Ο ρόλος των Διοικητικών Δικαστηρίων στην διατήρηση του κράτους δικαίου είναι θεμελιώδης, αφού είναι επιφορτισμένα με τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων και παραλείψεων της δημόσιας διοίκησης, ο οποίος πραγματώνεται μέσω του άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στο Διοικητικό Δικαστήριο μπορούν να προσφύγουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που επηρεάζονται από διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις δημόσιας αρχής ή οργάνου, κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή της διοικητικής τους λειτουργίας και οι οποίες επενεργούν στο πεδίο του Δημοσίου Δικαίου, επηρεάζοντας δυσμενώς, άμεσα και προσωπικά, τα έννομα συμφέροντα του προσφεύγοντος.
Το Διοικητικό Δικαστήριο όταν εκδικάζει μια Προσφυγή, ενεργεί ως ακυρωτικό δικαστήριο, εφόσον δεν μπορεί να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη ή να την αντικαταστήσει με άλλη. Είναι έλεγχος νομιμότητας και όχι ουσίας. Κατ’ εξαίρεση, το Διοικητικό Δικαστήριο μπορεί να ενεργεί και ως δικαστήριο ουσίας, στις περιπτώσεις υποθέσεων που σχετίζονται με φορολογικές διάφορες και με διαδικασίες διεθνούς προστασίας[1].
Πιο συγκεκριμένα, μετά από μια ακυρωτική απόφαση, η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί και να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασής της. Ακολούθως, η διοίκηση θα πρέπει να προβεί σε επανεξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα απόφαση και να εκδώσει νέα πράξη, σε πλήρη σύμπνοια με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου.
Στο ερώτημα εάν, μέσα στις υποχρεώσεις της διοίκησης, μετά την δικαστική ακύρωση διοικητικής πράξης, υπάρχει η υποχρέωση αποζημίωσης στον επιτυχόντα αιτητή ή σε τρίτους, για την υλική ζημία που προκλήθηκε κατά το χρόνο που ίσχυε η ακυρωθείσα πράξη, η απάντηση είναι αρνητική. Ωστόσο, εάν η ακυρωθείσα πράξη προκάλεσε στον επιτυχόντα αιτητή ζημία και δεν ικανοποιηθεί από την διοικητική αποκατάσταση, τότε μπορεί να αποταθεί στα πολιτικά δικαστήρια για αποζημίωση. Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί η περίπτωση χρηματικών απαιτήσεων που είναι συνδεδεμένες με την υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου. Έτσι, σε περίπτωση ακύρωσης απόλυσης δημοσίου υπαλλήλου, ο υπάλληλος επανέρχεται στη θέση του και θεωρείται ότι ουδέποτε έχει απολυθεί και ως εκ τούτου, δικαιούται τις αποδοχές που στερήθηκε συνέπεια της παράνομης απόλυσής του, καθ’ ‘όλον τον χρονικό διάστημα κατά το οποίο έμεινε εκτός υπηρεσίας[2]. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση δημοσίου υπαλλήλου που διορίζεται ή προάγεται αναδρομικά, ύστερα από επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης[3].
Χωρίς περιορισμό, το Διοικητικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκασή των πιο κάτω προσφυγών:
- Προσφυγών που αφορούν Αλλοδαπούς. Οι Προσφυγές αυτές στρέφονται κατά πράξεων του Διευθυντή Μετανάστευσης και αφορούν ζητήματα που προκύπτουν από τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο (Κεφ. 105). Ως επί το πλείστον, στρέφονται κατά διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, θεμάτων πολιτογραφήσεων και αδειών παραμονής αλλοδαπών, αποφάσεων για εικονικούς γάμους, αλλά και παραλείψεων απαντήσεων σε αιτήματα αλλοδαπών.
- Προσφυγών κατά της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που συνήθως αφορούν αποφάσεις της Επιτροπής, σχετικά με διορισμούς, προαγωγές, μεταθέσεις υπαλλήλων, όπως επίσης και τις αποφάσεις πειθαρχικών υποθέσεων και διαθεσιμότητας υπαλλήλων.
- Προσφυγών κατά της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, του Υπουργείου Παιδείας και του ΚΥΣΑΤΣ που συνήθως αφορούν αποφάσεις διορισμών, προαγωγών, καταρτισμούς πινάκων, και αναγνώρισης διπλωμάτων.
- Προσφυγών κατά του Εφόρου Φορολογίας, του Εφοριακού Συμβουλίου, του Διευθυντή Τελωνείων κτλ. Κυρίως, στρέφονται κατά αποφάσεων των φορολογικών αρχών της Δημοκρατίας, προκύπτουν από την επιβολή ή βεβαίωση φόρων, τελωνειακών δασμών, τελών και εισφορών και κυρώσεων λόγω παράβασης φορολογικής νομοθεσίας.
- Προσφυγών που αφορούν την Πολεοδομία. Συνήθως αφορούν αποφάσεις περί πολεοδομικών αδειών, οικοδομικών αδειών, καθώς και αποφάσεις περί Τοπικών Σχεδίων και Πολεοδομικών Ζωνών και Δηλώσεις Πολιτικής.
- Προσφυγών που αφορούν το Κτηματολόγιο. Συνήθως αφορούν αποφάσεις για διαχωρισμούς οικοπέδων, καθορισμούς συνόρων, μεταβιβαστικά και άλλα τέλη και επιβαρύνσεις.
- Προσφυγών που στρέφονται κατά Διαταγμάτων Απαλλοτρίωσης και Επίταξης, καθώς και άλλων αποφάσεων της Διοίκησης που σχετίζονται γενικά με το Άρθρο 23 του Συντάγματος.
- Προσφυγών κατά της Αστυνομίας και του Στρατού. Οι Προσφυγές αυτές στρέφονται κυρίως κατά αποφάσεων διορισμών, προαγωγών, αφυπηρετήσεων, αλλά και λήψης πειθαρχικών μέτρων ανάμεσα στις τάξεις των Σωμάτων αυτών. Στρέφονται επίσης κατά αποφάσεων αποστρατίας.
- Προσφυγών που στρέφονται κατά αποφάσεων αρμοδίων αρχών για παροχή διάφορων επιδομάτων και βοηθημάτων που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία, όπως είναι το επίδομα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, το επίδομα τέκνου, το επίδομα αναπηρίας, το επίδομα ανεργίας, κτλ, η στεγαστική βοήθεια, η χορηγία επιδόματος νοσηλείας κτλ, σύμφωνα με τις σχετικές νομοθεσίες.
- Προσφυγών που αφορούν σε επηρεασμό στους μισθούς, και στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα των κρατικών υπαλλήλων, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
Παράλληλα και σε συνάρτηση με την εκδίκαση μιας προσφυγής, το Διοικητικό Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, με τα οποία αναστέλλεται η εκτέλεση μιας διοικητικής πράξης μέχρι την αποπεράτωση της δίκης. Η αναστολή μιας διοικητικής πράξης δύναται να διαταχθεί στην περίπτωση που ο αιτητής πείσει το Δικαστήριο ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία, υλική ή ηθική, εάν δεν ανασταλεί η πράξη μέχρι την εκδίκαση της Προσφυγής.
Οι αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου υπόκεινται σε Έφεση εντός χρονικής περιόδου 42 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή εντός χρονικής περιόδου 14 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης εάν αφορά διαδικασίες διεθνούς προστασίας. Η απόφαση που εκδίδεται από την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου θεωρείται τελεσίδικη σε σχέση με το θέμα που έχει κριθεί.
[1] Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 131(Ι)/2015, απόφαση αφορώσα σε διαδικασίες διεθνούς προστασίας σημαίνει:- α) απόφαση σχετικά με τις απαιτήσεις για την αποδοχή των αιτούντων διεθνής προστασίας, ή β) απόφαση σχετικά με κοινές διαδικασίες για την χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ή γ) απόφαση για τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο να εξετάσει αίτηση ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή απάτριδα. Αρμόδιο για εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων είναι αποκλειστικά το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
[2]Δημήτρης Κοντογιώργα- Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, έκδοση 1998, σελ. 280-281.
[3] Δημήτρης Κοντογιώργα- Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, έκδοση 1998, σελ. 279.
Για περισσότερες πληροφορίες ή νομική συμβουλή για το θέμα αυτό, παρακαλώ επικοινωνήστε με τη Ζωή Ανδρέου μέλος του Δικαστηριακού Τμήματος της Εταιρείας. (email: zandreou@yiangou.com.cy , τηλέφωνο επικοινωνίας: +357 22 653705)